Το 75% των ρήξεων του συγκεκριμένου τένοντα συμβαίνουν 2 με 6 εκατοστά πάνω από την κατάφυση του τένοντα στην πτέρνα. Η συγκεκριμένη περιοχή διαθέτει σχετικά πτωχή αιμάτωση. Ως αποτέλεσμα, ο τένοντας έχει σχετική αδυναμία να επουλώνει εκφυλιστικές αλλοιώσεις και μικροτραυματισμούς.
Πολλές φορές, συνυπάρχουν διαταραχές της ποιότητας του κολλαγόνου. Σε αυτή την περίπτωση, παίζει ρόλο η κληρονομικότητα. Εξαιτίας αυτών των εκφυλίσεων των ινών του τένοντα, είναι πιο εύκολο να δημιουργηθεί το σχίσιμο του αχίλλειου τένοντα κατά τη διάρκεια μιας απότομης σύσπασης της γαστροκνημίας. Τέτοια απότομη κίνηση ενδέχεται να είναι ένα άλμα, η προσπάθεια αποφυγής μιας πτώσης, ή η απότομη επιτάχυνση.
Γενικά, οι οξείες ρήξεις διακρίνονται σε τραυματικές και μη τραυματικές. Όσον αφορά τις τραυματικές ρήξεις, τα αίτια συνήθως είναι η απότομη φόρτιση του αχίλλειου τένοντα, τη στιγμή που το γόνατο είναι σε έκταση. Σπανιότερα, αιτία ενδέχεται να αποτελεί η απότομη ραχιαία έκταση του ποδιού. Τέλος, η απότομη ραχιαία έκταση του ποδιού που βρίσκεται σε ιπποποδία κατά την πτώση από ύψος, αποτελεί την τρίτη αιτία στην κατηγορία των τραυματικών ρήξεων.
Οι μη τραυματικές ρήξεις του τένοντα περιλαμβάνουν τις εξής περιπτώσεις ασθενών:
- Ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη.
- Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
- Άτομα με ρευματοειδή αρθρίτιδα.
- Ηλικιωμένοι ασθενείς με χρόνια χρήση κορτιζόνης.
- Ασθενείς με υπερλιπιδαιμία και άλλες αυτοάνοσες παθήσεις.
Γενικά, η ψηλάφηση και τα κλινικά τεστ οριστικοποιούν τη διάγνωση. Σε αμφίβολες περιπτώσεις, η διάγνωση επιβεβαιώνεται με μαγνητική τομογραφία και υπερηχογράφημα.